σκαμνί

σκαμνί
το / σκαμνίον, ΝΜ [σκάμνον]
απλό ξύλινο κάθισμα χωρίς στήριγμα για τη ράχη
νεοελλ.
μτφ.
1. εδώλιο για τους κατηγορουμένους
2. φρ. «θα σέ καθίσω στο σκαμνί» — θα σέ πάω στα δικαστήρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκαμνί — το ιού (λ. λατ.) 1. ξύλινο κάθισμα χωρίς ακουμπιστήρι για την πλάτη: Τα παιδιά κάθισαν στα σκαμνιά γύρω από τη γιαγιά και άκουγαν προσεχτικά το παραμύθι που τους έλεγε. 2. εδώλιο του κατηγορουμένου: Θα τον καθίσω στο σκαμνί αυτόν τον απατεώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοσκαμνίζω — βάζω κάποιον να καθίσει στο καλό σκαμνί, τού δίνω την πρωτοκαθεδρία, τόν υποδέχομαι με φιλοφροσύνη, με τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + σκαμνί με επίδραση τού καθίζω] …   Dictionary of Greek

  • σκάμνα — η, Ν σκαμνί για δύο ή περισσότερα άτομα, πάγκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμνί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • σκαμνίζω — Ν [σκαμνί] κάθομαι σε σκαμνί …   Dictionary of Greek

  • σκαμπό — το, Ν άκλ. σκαμνί, συνήθως χαμηλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. escabeau (< λατ. scabellum «μικρό σκαμνί»)] …   Dictionary of Greek

  • ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… …   Dictionary of Greek

  • скамья — скамейка, уменьш., диал. скамля, новгор., олонецк. (Даль), укр. скамна, скамня, скам᾽я, др. русск. скамиɪа (Лаврентьевск. летоп. под 1231 г., Псковск. I летоп., Домостр. Заб. 137). Заимств. через ср. греч. σκαμνί(ον), мн. σκαμνία от σκάμνον – то… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αρνί — το (AM ἀρνίον) 1. το πρόβατο 2. ο άκακος, ο μαλακός 3. φρ. α) «μαλακός σαν αρνί» (πρβλ. «ἀρνίου μαλακώτερος») β) «τον έκανα αρνί» τον ηρέμησα ή τον εξημέρωσα αρχ. μσν. μτφ. ο Ιησούς Χριστός αρχ. η προβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνίον είναι υποκορ. του… …   Dictionary of Greek

  • γονατιστήριο — το σκαμνί ή μαξιλάρι στο οποίο γονατίζει κανείς στους ναούς τών χριστιανικών Εκκλησιών τής Δύσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γονατίζω. Η λ. γονατιστήριον μαρτυρείται από το 1867 στον Ιωάννη Καρασούτσα] …   Dictionary of Greek

  • επέχω — (AM ἐπέχω) επιφυλάσσομαι, δεν εκφράζω οριστική άποψη μσν. νεοελλ. φρ. «επέχω θέση, τόπο» έχω ίση αξία, αντικαθιστώ αρχ. μσν. 1. κρατώ, βαστώ κάτι 2. συγκρατώ, εμποδίζω («οὐκ ἐφέξετε στόμα;», Ευρ.) 3. συγκρατούμαι («ἀλλ ἐπίσχες» στάσου) μσν. έχω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”